- παρασημείον
- τὸ, Απαραποιημένη, παραχαραγμένη σφραγίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + σημεῖον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρασημεῖα — παρασημεῖον counterfeit seal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)